- ανοστάλγητος
- -η, -ο1. αυτός που δεν αισθάνεται νοσταλγία: Ζούσε ανοστάλγητος, μόλο που έλειπε από τον τόπο του σχεδόν δέκα χρόνια.2. αυτός που δεν προκαλεί νοσταλγία: Ανοστάλγητα του ήταν τώρα το νησί του και το σπίτι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.